πρασινωπός

πρασινωπός
-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει όψη ή απόχρωση προς το πράσινο, πρασινούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + -ωπός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1794 στον Αντ. Κορωνιό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρασινωπός — ή, ό ο λίγο πράσινος, ο κάπως πράσινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • έγχλωρος — ἔγχλωρος, ον (Α) πρασινωπός …   Dictionary of Greek

  • διάχλωρος — διάχλωρος, ον (Α) 1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος 2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος) …   Dictionary of Greek

  • λαχανής — ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα τού λαχάνου, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + κατάλ. ής, δηλωτική χρώματος (πρβλ. βυσσιν ής, θαλασσ ής)] …   Dictionary of Greek

  • λαχανοειδής — ές (AM λαχανοειδής, ές) [λάχανον] αυτός που μοιάζει με λάχανο κατά το χρώμα, πρασινωπός …   Dictionary of Greek

  • λευκόχλωρος — λευκόχλωρος, ον (Α) λευκός και χλωρός συγχρόνως, πρασινωπός …   Dictionary of Greek

  • μεσόχλοος — μεσόχλοος, ον (Α) χλοερός κατά το ήμισυ, μεσόχλωρος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χλοος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλοος, σμαραγδό χλοος] …   Dictionary of Greek

  • μιξόχλωρος — μιξόχλωρος, ον (Α) (για το χρώμα τού δέρματος) πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + χλωρός (πρβλ. υδατό χλωρος)] …   Dictionary of Greek

  • πρασινοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, πράσινος, πρασινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”